χλωροφορμίζω

χλωροφορμίζω
Ν
προξενώ γενική νάρκωση με χλωροφόρμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωροφόρμιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χλωροφορμίζω — ισα, προκαλώ σε κάποιον αναισθησία με το χλωροφόρμιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χλωροφορμιστής — ο, θηλ. χλωροφορμίστρια, Ν [χλωροφορμίζω] (παλ. τ.) βοηθός χειρουργού, ο οποίος εκτελεί την χλωροφόρμιση …   Dictionary of Greek

  • χλωροφόρμιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χλωροφορμίζω, χλωροφόρμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωροφόρμιο. Η λ., στον λόγιο τ. χλωροφόρμισις, μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • χλωροφόρμισμα — το, Ν [χλωροφορμίζω] ιατρ. μέθοδος αναισθησίας κατά την οποία το άτομο εισπνέει αέρα με ατμούς χλωροφορμίου …   Dictionary of Greek

  • χλωροφόρμιση — η η πράξη του χλωροφορμίζω, η αναισθησία που προκαλείται από το χλωροφόρμιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”